μεσοτης

μεσοτης
    μεσότης
    -ητος ἥ
    1) центральное положение
    

(χώρας τε καὴ ἄστεος Plat.)

    2) средоточие, центр
    

τὸ νῦν ἐστι μ. τις καὴ ἀρχέν καὴ τελευτέν ἔχον ἅμα Arst. — настоящее есть как бы центр, содержащий начало (будущего) и конец (прошлого)

    3) среднее, промежуточное
    

μ. τῆς ἐναντιώσεως Arst. — среднее между противоположностями

    4) (золотая) середина, умеренность
    

(ἐν τοῖς πάθεσι Arst.; αἱ μεσότητες ἄρισται Anth.)

    5) грам. средний залог

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεσοτης" в других словарях:

  • μεσότης — central position fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοτήτων — μεσότης central position fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότησι — μεσότης central position fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότησιν — μεσότης central position fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητα — μεσότης central position fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητας — μεσότης central position fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητες — μεσότης central position fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητι — μεσότης central position fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητος — μεσότης central position fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»